- σελαγινέλλα
- (sellaginella). Μοναδικό γένος της οικογένειας των Σελαγινελλοειδών, της οποίας είναι γνωστά 500-600 είδη, κατά μεγάλο μέρος των θερμών και υγρών δασών της τροπικής ζώνης. Περιλαμβάνουν όμως και μερικά είδη των σκιερών αλλά υγρών τόπων του ατλαντικού κλίματος.
Είναι πόες πολυετείς, που μοιάζουν πολύ με τα βρύα και συχνά συγχέονται με αυτά. Ο βλαστός τους ριζώνει συχνά με ριζόμορφα, όργανα, τα οποία αποσπούνται από τη βάση κάθε κλαδιού. Τον καλύπτουν μικρά φύλλα, τις περισσότερες φορές οδοντωτά και ακανθωτά στα άκρα. Στις άκρες των διχοτομικών διακλαδώσεων υπάρχουν οι στάχεις ή στρόβιλοι, είδη υποτυπωδών ανθοταξιών, που αποτελούνται από δύο τύπους σπορόφυλλων. Στη βάση υπάρχουν μακροσποράγγεια με τέσσερα μακροσπόρια και στην κορυφή τα μικροσποράγγεια, περισσότερα σε αριθμό και με πολυάριθμα μικ-ροσπόρια. Τα μακροσπόρια αναπτύσσουν θηλυκό γαμετόφυτο, που προβάλλει από το σπόριο, ενώ τα μικροσπόρια δίνουν γένεση στο αρσενικό γαμετόφυτο, που περιορίζεται σε λίγα κύτταρα μ’ ένα μοναδικό ανθηρίδιο, το οποίο παράγει μικρά βλεφαριδωτά ανθηρόζωα, που γονιμοποιούν τα θηλυκά αρχεγόνια, δίνοντας γένεση σ’ ένα νέο σποριόφυτο. Ανάμεσα στα διάφορα είδη είναι εκείνο των αλπικών βοσκότοπων, με λεπτούς ταινιωτούς βλαστίσκους γνωστός ως σ. η σελαγινοειδής, η σ. η ελβετική, η πιο κοινή, που φυτρώνει στους γκρεμούς, στους τοίχους και γενικά στους βραχώδεις τόπους, και η σ. η οδοντωτή της περιοχής της Μεσογείου, γνωστή και στην Ελλάδα. Ανάμεσα στα είδη που καλλιεργούνται σε θερμοκήπια, με συνθήκες σταθερής, ήπιας και θερμής υγρασίας, είναι η σ. η κραούσσεια, η σ. η άποδη, η σ. η μαρτένσεια κ.ά., διαδομένες ως διακοσμητικά φυτά.
Η σελαγινέλα η ελβετική είναι φυτό ιδιαίτερα διαδομένο σε όλη την Ευρώπη.
Dictionary of Greek. 2013.